Ταξίδι στα Κύθηρα

σονέττο του Κώστα Ουράνη

Τ' ωραίο καράβι έτοιμο στο χαρωπό λιμάνι,
γιορταστικά με γιασεμιά και ρόδα στολισμένο,
με τις παντιέρες του αλαφριές στην ανοιξιάτικη αύρα
και τ' Όνειρό μας στο χρυσό πηδάλιο καθισμένο,

μας πήρε για τα Κύθηρα, τα θρυλικά, όπου μέσα
σε δέντρα και σε λούλουδα και γάργαρα νερά
υψώνεται ο μαρμάρινος ναός για τη λατρεία
της Αφροδίτης-του έρωτα τη θριαμβική θεά.

Μα το ταξίδι ήταν μακρύ κ' η χειμωνιά μας βρήκε!
Οι φανταχτερές κι ανάλαφρες παντιέρες μουσκευτήκαν,
τα χρώματα ξεβάψανε και τ' άνθη εμαραθήκαν

και, κάπου από τους άξενους τους ουρανούς, το πλοίο
απόμεινε ακυβέρνητο στο κύμα τ' αφρισμένο
με το φτωχό μας Όνειρο στην πρύμνη πεθαμένο


ΑΝΤΟΥΑΝ ΒΑΤΤΩ (1684-1721 ) Επιβίβαση για τα Κύθηρα Ωραία τα νειάτα που ποθούν μέσα στον έρωτα να βρουν τον προορισμό τους.Στο πλοίο των ονείρων για τα Κύθηρα ας επιβιβαστούν. Έρωτες γύρω τους θα φτερουγούν και θα οδηγούν προς τη χαρά που ευδοκιμεί μονάχα εκεί μπροστά-μπροστά, στο πρώιμο της λαχτάρας πέλαγος,στo αρχικό κι αναρχικό κομμάτι της ζωής, στης νιότης το μικρό ταξίδι. Είθε όλοι οι νέοι, υγιείς, να επιβιβαστούν στου έρωτα το πλοίο, το ηδονικό, στον πλου κατά τα Κύθηρα να μπουν, στο όνειρο να αρμενίσουν και να το χαρούνε, στα Κύθηρα, στου έρωτα τα Κύθηρα ν' αξιωθούν να ρθούνε.

ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΡΑΪΝΔΡΟΥ ΝΤΑΛΑΡΑΣ

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΥΘΗΡΑΪΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Μικρό παραμυθάκι μιας παλιάς Λαμπρής


διήγημα της Κατερίνας Πασπαλά

...κι αν βρέχει έξω μια βροχή μα τόσο δυνατή...
έλα να σου πω ...ένα μικρό παραμυθάκι για τη βροχή...και μετά θα πάω στο καλό μου ...για να έρθει να με πάρει και αυτός ο ύπνος μου.
Να σκουπίσω τα πόδια μου ...απ’ τη βροχή...και να μπω πάλι μέσα μου .

Έναν καιρό και μια φορά...ήτανε αυτή και ο πατέρας της...
Δεν κρατιόντουσαν από το χέρι...Είχε αυτός στη τσέπη του πάντα ...ένα άσπρο μαντήλι ...Μα πως κατόρθωνε και το κράταγε τόσο άσπρο ...δάκρυ στα μάτια της....που δε τόμαθε ποτέ..
Στην ακρούλα τη μια το χεράκι της έσφιγγε ...και αυτός...την έδενε στις άκρες των δαχτύλων του ...Το δικό τους παιχνίδι ...κάπως έτσι ξεκίναγε...Να την τρέχει μαζί του ..στην άκρη στο μαντήλι του ....
Δε τον έλεγε μπαμπά ...γιατί του Θεού η μορφή στη μορφή του ...κι αυτή τόσο αθώα που νόμιζε...πως όλης της γης τα παιδιά ήταν δικά του ...κι ήταν τώρα δικός της ..το ένοιωθε...τη στιγμή που γλιστρούσε να φύγει ...το χεράκι της άγγιζε ...και ξανάπιανε πιο σφικτά την ακρούλα απ’ το μαντήλι του .....
-Θα σε πάω στην ακρούλα στο λόφο…της ψιθύρισε…
Πόσες φορές τόχαν κάνει αυτό οι δυο τους ,ποιος μέτρησε…Στις αρχές την κουβάλαγε στον ώμο του …κι η μικρούλα στα σύννεφα έχωνε τη μυτούλα της …και τους χάλαγε σχήματα ….ρότα …
Τότε σφίγγαν σφικτά τα χεράκια της τα δικά του τα χέρια….Τότε ήταν γεμάτος ζωή!!
Τα χορτάρια πατημένα στη διάβα τους….τοσοδούλι σοκάκι είχαν ανοίξει …και οι μικρές οι πετρούλες… ψηφιδωτό μες στο τοίχο….όπως κρύφτηκαν κάτω απ’ το χώμα …
Τριγύρω μοσχομύριζε άνοιξη …τριγύριζαν και οι μέρες …που η Πασχαλιά θα ερχότανε πάλι….
Κάθε χρόνο εκείνος …κρεμούσε σε σχοινί μια ρόδα στο πιο χοντρό ..κορμό της ψηλής χαρουπιάς …

Στο λαγκάδι από κάτω ο αντίλαλος….έφτανε….πιο ψηλάαααααααα πιο ψηλάαααα……..
Και μετά τα δικά του τα γέλια …αγκαλιά της μικρούλας τα χάχανα ..το φιλί του στο μέτωπο τάπνιγε!!

Άραγε έχει μια κούνια …σε ψηλή χαρουπιά …στο δικό του Παράδεισο??

-Θα Σε πάω στην ακρούλα στο λόφο ..γλυκά της ξανάπε…κι ως να σώσει η κουβέντα του φτάσανε!!!
Το μαντήλι ξετύλιξε απ’ τις άκρες των δαχτύλων του …κι απαλά το χεράκι της άγγιξε και το άφησε πάνω στο αριστερό του το γόνατο….στο δεξί του ακουμπούσε τον αγκώνα του ..και στήριξε το χλωμό του το πρόσωπο …Το χαμόγελο θεϊκό όπως πάντα. Αχ ! και νάταν ο ήλιος ζωγράφος…στον καμβά …του χρόνου!!!
Αχ! και νάταν οι μυρωδιές …τα χρώματα…στον καμβά. Οι μυρωδιές της Πασχαλιάς…της γλυκιάς κείνης Άνοιξης.,.,.
 Από κάτω απλωνόταν η θάλασσα…Μίλια πέρα το μάτι σου χάνονταν μες στο μπλε …που εκείνος το λάτρευε …Κι η μικρούλα τον έβλεπε άλλοτε …με τα κιάλια του …να κοιτάζει στο πιο πέρα απ’ το πέρα της θάλασσας….και τότε ακόμα σα Θεό της τον έβλεπε…..


-Τη μυτούλα στα σύννεφα που έχωνες τη βροχούλα μας έφερες….είπε.

Και την έκρυψε κάτω απ’ το μπράτσο του …οι πρώτες σταγόνες σαν έπεσαν …..
Στο τοσοδούλι στενάκι δρομάκι …η βροχή είχε ξεθάψει τις πετρούλες του …Τώρα κρατούσαν σφιχτά το λαιμό του τα χεράκια της …τριγύρω του …Η ανάσα του ζέστα στη κρυάδα του νερού που κυλούσε ψηλά απ’ το κεφάλι της στο λαιμό της στο προσωπάκι της …μετά κόλλησαν δυο τσουλούφια μαλάκια στ’ αυτάκια της …μα αυτή εκεί σφιχτά δεμένα τα χεράκια τριγύρω απ’ το λαιμό του …
Ακόμα και η ανάσα του μύριζε άνοιξη …πριν να φύγουν ταξίδι στο λόφο …τον είχε δει να δαγκώνει μια φλούδα λεμόνι …’Άλλοτε έριχνε μ’ ένα μικρό κουταλάκι λίγη ζάχαρη…κι η μικρούλα …γελούσε σαν άκουγε το χρατς χρουτς …της ζάχαρης στα δόντια του …
-Ετσι κάνουν τα ποντικάκια …της έλεγε …

Μα τούτη τη φορά δεν έβαλε ζάχαρη …κι η μικρούλα κουνώντας το κεφάλι της …τα ματάκια της σφιχτά τα έκλεισε…λες κι εκείνη κατάπινε …το ξινό το λεμόνι …μα γι’ αυτό μυρίζει η ανάσα του Άνοιξη!!!!
Μόλις φτάσαν στο σκαλί του σπιτιού τους ….απαλά την γλίστρησε στην αγκάλη του ..τα χεράκια σταυρωμένα στο στήθος του…
-Τι γλυκός ο άγγελός μου.. ψιθύρισε…Κι απαλά την ακούμπησε στη κούνια της….
Πόσες ώρες να στεκόταν εκεί πάνω …ποιος μέτρησε …Τώρα ήταν ο Θεός της ..δικός της …και την κοίταζε. …
Τα ακροδάχτυλα του κατέβασε και απαλά τα δυο βρεγμένα μαλλάκια απ’ τα αυτάκια της ξεκόλλησε…
Και ξανά με μια μικρούλα ..μα τη γνωστή πάντα κίνηση το μαντήλι του απ’ τη τσέπη του έβγαλε…
Κατάλευκο από ποτέ….
Κι έγειρε πάνω από τη κούνια και της σκούπισε τη μυτούλα που στα σύννεφα χώθηκε …τη βροχή στα ματάκια της που έτρεξε….
…το πλευρό της σα γύρισε …το σεντόνι απαλό σαν του μαντηλιού του την άκρη ….της βροχής τα δυο δάκρυα σκούπισε….κι όπως μπήκε σιγανά πάλι …μέσα της …γλυκά έγειρε στην αγκάλη του και αποκοιμήθηκε,,,,,,,,

Η Κατερίνα είναι Κυθήρια την καταγωγή
που ζει και εργάζεται στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας